- ἀπάτησε
- ἀ̱πάτησε , ἀπατάωcheataor ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)ἀπατάωcheataor ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek
ακεράτωτος — η, ο [κερατώνω] 1. αυτός που δεν κερατώθηκε, που δεν απατήθηκε από τη γυναίκα του, που δεν ατιμάστηκε η συζυγική του πίστη, ή, αντίστροφα, αυτή που ο άντρας της δεν τήν απάτησε, δεν ατίμασε τη συζυγική πίστη 2. κατ’ επέκταση, αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
Αερόπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κατρέα, γιου του Μίνωα, και αδελφή του Αλθαιμένη, της Κλυμένης και της Απημοσύνης. Μητέρα του Αγαμέμνονα και του Μενελάου. Ο Κατρέας, δυσπιστώντας προς την Α. και την Κλυμένη, τις δύο κόρες του που είχαν… … Dictionary of Greek
Αιγιαλεία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά του Άργους Αδράστου και της Αμφιθέας, σύζυγος του ήρωα του Τρωικού πολέμου Διομήδη. Αρχικά ήταν πιστή σύζυγος, όταν όμως σε κάποια μάχη ο Διομήδης τραυμάτισε την Αφροδίτη, η θεά, για να τον εκδικηθεί,… … Dictionary of Greek
Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… … Dictionary of Greek
Μαλατέστα — (Malatesta). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ευγενών η οποία άκμασε στο Ρίμινι (12oς 14ος αι. μ.Χ.). Οι Μ., αφού κατόρθωσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το παπικό κόμμα των Γουέλφων, διεύρυναν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη σχεδόν την περιοχή των… … Dictionary of Greek
Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… … Dictionary of Greek
μονογαμικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη μονογαμία: Παρά τις μονογαμικές του απόψεις απάτησε τη γυναίκα του. 2. ο οπαδός της μονογαμίας: Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να είναι μονογαμικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)